- σεισμολόγος
- ο, ηεπιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη των σεισμών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Ρίχτερ, Φ Τσαρλς — (Richter, 1900 – 1985). Αμερικανός σεισμολόγος, καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας. O Ρ. επινόησε την ομώνυμη κλίμακα για την ταξινόμηση των σεισμών … Dictionary of Greek